θέρετρον

θέρετρον
θέρετρον, τό, ([etym.] θέρος)
A summer-abode, dub. in Hp.Epid.1.20, cf. Gal. 17(1).197.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θέρετρον — summer abode neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • θέρετρο — το (Α θέρετρον) τόπος κατάλληλος για θερινή διαμονή νεοελλ. θερινή κατοικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος + επίθημα τρον παρεκτεταμένος τ. με ε (πρβλ. δέλ ετρον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”